καλλιοπλία

καλλιοπλία
καλλιοπλία, ἡ (Α)
η κατοχή ωραίας πανοπλίας ως επάθλου αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -οπλία (< -οπλος < ὅπλον), πρβλ. παν-οπλία, υπερ-οπλία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”